paparoană

paparoană
paparoánă (-ne), s.f. Mac (Papaver Rhoeas). – var. paparună. ngr. παπαρόῦνα, din it. papavero (Cihac, II, 682).
Trimis de blaurb, 06.07.2008. Sursa: DER

Dicționar Român. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παπαρούνα — Kοινή ονομασία διαφόρων ειδών του βοτανικού γένους μήκων (οικογένεια μηκωνιδών, δικοτυλήδονα). Κοινότερο είδος είναι η άγρια π. (μήκων η ροιάς), που συναντιέται άφθονη μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου σε όλη την Ελλάδα, στους ακαλλιέργητους αγρούς, στους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”