- leucotoxic
- LEUCOTÓXIC, -Ă adj., s.n. (Substanţă) care distruge leucocitele. [< fr. leucotoxique].Trimis de LauraGellner, 17.05.2005. Sursa: DN
Dicționar Român. 2013.
Dicționar Român. 2013.
leucotoxic — variant of leukotoxic … Useful english dictionary
λευκοτοξικός — ή, ό (βιοχ.) χαρακτηρισμός ουσίας ικανής να καταστρέψει τα λευκοκύτταρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leucotoxic < leuc(o) (πρβλ. λευκ[ο] ) + toxic (< υστερολατ. toxicus < λατ. toxicum < τοξικόν < τόξον)] … Dictionary of Greek